βουστροφηδόν

βουστροφηδόν
βουστροφηδόν
turning like oxen in ploughing
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουστροφηδόν — επίρρ. (Α) (για τον αρχαιότατο τρόπο γραφής από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς αριστερά διαδοχικά) κατά τον τρόπο με τον οποίο στρέφονται τα βόδια στο όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούστροφος + (επιρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, βαθμηδόν,… …   Dictionary of Greek

  • βουστροφηδόν γραφή — Έτσι ονομάζεται ένας τρόπος γραφής των αρχαίων Ελλήνων που πριν από τον 6ο αι. π.Χ. άρχιζαν να γράφουν από τα δεξιά προς τα αριστερά, στον επόμενο στίχο ακολουθούσαν την αντίθετη φορά και έπειτα πάλι από τα δεξιά, για να συνεχίσουν έπειτα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Boustrophedon — Boustrophédon Une inscription en boustrophédon du Ve siècle av. J. C. ; trouvée à Gortyne, dans l île de Crète On qualifie de boustrophédon le tracé d un s …   Wikipédia en Français

  • Boustrophédon — Une inscription en boustrophédon du Ve siècle av. J.‑C. ; trouvée à Gortyne, dans l île de Crète On qualifie de boustrophédon le tracé d un système d écriture qui change alternativement de sens ligne après ligne, à la manière du bœ …   Wikipédia en Français

  • Bustrofedon — Saltar a navegación, búsqueda …   Wikipedia Español

  • СИГЕЙ —    • Sigēum Promunturĭum,          τò Σίγειον, мыс в Троаде, северо восточный край всей Азии при входе в Геллеспонт, напротив города Элеунта, лежащего на южном конце Фракийского Херсонеса; н. Иенишер. На этом мысу лежал портовый город того же… …   Реальный словарь классических древностей

  • Bustrofedon — (Del gr. bustrophedon, arando en zig zag.) ► sustantivo masculino Modo de escribir empezando cada renglón por el mismo lado por el que se ha terminado el anterior. * * * bustrófedon (del gr. «boustrophēdón», arando en zigzag) m. Manera de… …   Enciclopedia Universal

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”